- ἀπομαλθακίζομαι
- ἀπομαλθᾰκίζομαι, = foreg., Plu.2.1097a, prob. l. (for -όομαι) Id.Pel.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπομαλθακισθείς — ἀπομαλθακίζομαι aor part mp masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαλθακίζεσθαι — ἀπομαλθακίζομαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)